- ευσύμβλητος
- εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, -ον (Α)αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ' οὐκέτ' εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ-βλητός (< συμβάλλω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐσύμβλητον — εὐσύμβλητος masc/fem acc sg εὐσύμβλητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐξύμβλητα — εὐσύμβλητος neut nom/voc/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐξύμβλητος — εὐσύμβλητος masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευξύμβλητος — εὐξύμβλητος, ον (Α) αττ. τ., βλ. ευσύμβλητος … Dictionary of Greek